Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006
Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά…

Θέλω να καταλαβαίνεις την ανάγκη μου. Να αντιλαμβάνεσαι την επιθυμία μου. Να μαντεύεις τη σκέψη μου. Να με κοιτάς στα μάτια και να ξέρω ότι αυτό που θα διαβάσω είναι η αλήθεια. Δεν μπορώ να ζητήσω. Το ξέρω εκ των προτέρων. Αν ζητήσω δε θα πάρω. Αν φτάσω στο σημείο να ζητήσω είναι γιατί δε μου έδωσες.

Μάτια μου ψάξε να με βρεις…

Τυχαίο ήταν τελικά. Δε με έψαξες. Απλά έτυχε να βρίσκομαι εκεί. Δε θα σε ρωτήσω, όμως. Και δε θα ξαναζητήσω. Το τρις εξαμαρτείν…

Της νύχτας οι αμαρτωλοί…

Άλλη μια νύχτα ξάγρυπνη. Τι έχει άραγε η νύχτα και με κρατάει μαζί της; Δεν είμαι μελό και δεν πρόκειται να γίνω τώρα… Αλλά η νύχτα, η νύχτα… Θα θελα να έπινα τώρα κάτι… Οτιδήποτε. Αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Έφυγαν όλα στην τελευταία εκκαθάριση… Πως τα κατάφερα έτσι; Ούτε ένα μπουκάλι κρασί! Κι όμως ο Π. μου είχε φέρει τουλάχιστον τρία μπουκάλια. Μα πού πήγαν; Κι εκείνη η ιστορική βότκα, πάντα μέσα στο ψυγείο; Που επιβίωσε μέσα σε 4 χρόνια, 2 μετακομίσεις, 3 σπίτια, σεισμούς, λιμούς, καταποντισμούς, χωρισμούς, νέους έρωτες και θανάτους; Τα τελευταία 2 ποτήρια τα ήπιαν άδοξα. Αλλά το μπουκάλι θα το κρατήσω. Εις ανάμνησιν… Μέσα στο ψυγείο έχει χυμό, γάλα και ανθρακούχο νερό για να γαργαλίσει το λαρύγγι μου... Αλλά προτιμώ να καταπιώ την κολόνια μου τώρα παρά το perrier… Τόση μιζέρια θα ήταν αβάσταχτη…!

Σε κάθε δρόμο υπάρχει ένας γκρεμός…

Τώρα πως τα καταφέρνω κι εγώ πέφτω πάντα στα χαντάκια θα μου μείνει αιώνια, ανεξήγητη απορία… Μάλλον θα πρέπει να δεχτώ ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι φτιαγμένοι για μεγάλα πάθη… Τα αναζητώ, τα αποζητώ, τα ψάχνω αλλά δεν τα βρίσκω… Αρχίζω να αναρωτιέμαι αν υπάρχουν τελικά ή αν έχω πέσει θύμα μιας καλοστημένης απάτης… Μιας συνομωσίας εξυφασμένης από πού, από ποιόν και γιατί;

Κεράσματα τα λόγια μου, μου λες…

Έχω όλες τις απαντήσεις στις ερωτήσεις σου. Τις σωστές ατάκες στα πειράγματα σου. Τα ανοιχτά αυτιά στις σκέψεις σου. Το μυαλό για το μυαλό σου. Εγώ, όμως, που δε σου κάνω τις ερωτήσεις από πού θα πάρω τις απαντήσεις μου; Από πουθενά. Το ξέρω. Θα εξαφανιστώ απλά, για μία ακόμα φορά. Από δειλία μήπως και ακούσω αυτό που δε θέλω. Με το μυαλό γεμάτο απορίες αλλά την περηφάνια άθικτη. Τίποτα δε με αγγίζει; Έτσι νομίζεις. Τίποτα δε νιώθω, τίποτα δε δίνω. Ποτέ δεν ανοίγομαι. Ποτέ δε ζητώ.

Ίσως να ΄ναι κι έτσι. Το κέντρισμα όσο έντονο κι αν είναι κρατάει λίγο. Ελάχιστες φορές κράτησε κάπως παραπάνω αλλά και πάλι τελείωσε. Ήμουν πάντα έτσι, όμως; Δε θυμάμαι γαμώτο. Και ποιον να πάρω τέτοια ώρα να ρωτήσω;

Κάποτε πρέπει να ήμουν πιο αυθόρμητη, πιο ειλικρινής, πιο ζωντανή. Πρέπει να ήμουν. Αλλιώς δε θα με προβλημάτιζα τώρα, έτσι δεν είναι;

 
Το ανέβασα ως Adomiel στις 4:36 π.μ. | Permalink | 8 Σχολίασαν
Layout design by Pannasmontata