Ο ουρανός επιτέλους καθάρισε και λάμπει καταγάλανος. Τόπους τόπους μόνο έχουν παραμείνει αναμαλλιασμένα μπαμπακένια σύννεφα για να μας θυμίζουν τη μεσημεριανή μπόρα. Τα κύματα καταφτάνουν πλέον αργά, νωθρά. Δίνουν την εντύπωση ότι τα σπρώχνει απαλά ένα αόρατο χέρι ενώ μια στιγμή ακριβώς πριν σκάσουν πάνω στην άμμο, κι ενώ κινούνται κάθετα σε slow motion, μετατρέπονται σε καθρέπτη ή σε κάτι σαν καθρέπτη, τόσο πολύ γυαλίζουν…
Ξαναδιαβάζω την παραπάνω παράγραφο και προσπαθώ να καταλάβω πως στο καλό μου προέκυψε… Όχι δεν περιέχει κανένα ψέμα, είναι όλα αλήθεια αλλά ειπωμένα τόσο λυρικά, εμένα τουλάχιστον με υπερβαίνουν… Και παραμένω τώρα άναυδη να τα διαβάζω και να τα ξαναδιαβάζω και να προσπαθώ να καταλάβω…!
Μήπως φταίει το γεγονός ότι το μεσημέρι, κατά τη διάρκεια της σύντομης μπόρας είχαμε τυλιχτεί με τη Σοφία με τις πετσέτες, κάτω από τις εντυπωσιακές μας τέντες στην παραλία, και αστειευόμασταν παριστάνοντας τις Κυρίες του Ντόβερ, κατά προτίμηση φθισικιές και γεροντοκόρες - όχι από ανάγκη βεβαίως αλλά ως θύματα ενός παράφορου και γι’ αυτό ακριβώς και ατελεύτητου, και προπάντων ατελέσφορου, έρωτα;
Της το επισημαίνω διακριτικά αλλά μου απαντάει: «α, μπα»…
Για κάποιον άλλον ίσως να μην έχει και τόση αξία αυτή η απάντηση αλλά εγώ παίρνω τα λόγια ως ευαγγέλιο και ξεδιπλώνω τη σκέψη μου παραπέρα…
Μπορεί να ευθύνεται εξ ολοκλήρου η Σίλβια Πλαθ και καθόλου η Τζέην Ώστεν – ελάτε τώρα, μη μου πείτε ότι η προηγούμενη σκηνή που σας περιέγραψα δεν ήταν καθαρά ωστενική γιατί θα προσβληθώ και δεν το θέλετε, πιστέψτε με…!
Η καημένη η Σίλβια όμως μόνο εξ αντανακλάσεως μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη καθώς το Γυάλινο Κώδωνα της ούτε καν τον έχω αγγίξει αφού παραμένει στα τρυφερά χέρια της Σοφίας - η οποία παρεμπιπτόντως με παρενοχλεί συνεχώς και δε με αφήνει να ολοκληρώσω το πόνημα μου καθώς εκτός από το «α, μπα» και θεωρώντας ότι «καίγομαι» για τη Σίλβια (σ.σ. ίσως να φταίω κι εγώ σ’ αυτό καθώς της είπα περιχαρής πόσο θέλω να το διαβάσω μόλις το τελειώσει ενώ στην πραγματικότητα δεν έχω την παραμικρή σκασίλα) μου απαγγέλλει απανωτά αποσπάσματα της, τόσο προχωρημένης για την εποχή της, αφηγηματικής τέχνης της Σίλβια…
Χρησιμοποιώντας την εις άτοπον απαγωγή επόμενος ύποπτος στη λίστα αναδύεται ο μέγας και πολύ κύριος Ίαν ΜακΓιούαν και η Εξιλέωση του, την οποία ολοκλήρωσα τις πρώτες πρωινές ώρες… Οφείλω να ομολογήσω ότι ενθουσιάστηκα με το βιβλίο, μόλις το ολοκλήρωσα ασφαλώς… γιατί πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης με κούρασε με τις ατέλειωτες, συχνά ανυπόφορες περιγραφές του…
Αλλά και πάλι, τώρα που το ξανασκέφτομαι, γιατί να ρίξω τέτοιο βαρύ ανάθεμα στον καημένο τον Ίαν;
Τείνω να πιστέψω ότι τελικά δε μου φταίει τίποτα και κανείς… Η ώρα πλησιάζει πλέον 5 το απόγευμα και λέω σιγά σιγά να εγκαταλείψω την ασφάλεια της Βανίλιας, του εκπληκτικού παρά θιν’ αλός μπαρ, όπου αναζήτησα καταφύγιο μέχρι να προστεθεί στις ιδανικές συνθήκες που περιέγραψα στην αρχή και η σωστή θερμοκρασία του νερού, προκειμένου να αποτολμήσω μία δεύτερη απόπειρα, καθότι η πρώτη ήταν μεν ηρωική αλλά ολωσδιόλου ανεπιτυχής καθώς το παγωμένο νερό παραλίγο να μου προκαλέσει αποπληξία – πιστεύω ότι μόνο το εξαιρετικά νεαρό της ηλικίας μου και η απίστευτη σβελτάδα που με διακρίνει μου επέτρεψαν να βγω από τη θάλασσα προτού μετατραπώ σε απολίθωμα…! (σ.σ. μάστορα σταμάτα να γελάς γιατί σε βλέπω και το θεωρώ αγένεια)… :-Ρ
Έχουμε έμπνευση τις διακοπές, ε; Ο ΜακΓιούαν βαρύς κι ασήκωτος, ειδικά στην Εξιλέωση, οπότε μάλλον εκείνος φταίει για όλα. Καλή σου μέρα