Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006
Μου σερβίρετε ένα ιδανικό καλοκαίρι, παρακαλώ;

Το κεφάλι μου είναι βαρύ… Μα πόσο ζύγιζαν επιτέλους αυτές οι μαργαρίτες; Και γιατί αντί για το στομάχι μου «εγκαταστάθηκαν» στο κεφάλι μου; Μάλλον θα φταίει το χοντρό αλάτι, που είχε εγκατασταθεί στον πάτο του ποτηριού… Αχ τι το ήθελα το ανακάτεμα στο τέλος…!

Ξεκινάει το δεύτερο 24ωρο της άδειας μου με μένα «βιδωμένη» ακόμα στην Αθήνα, να ξυπνάω μεσημεριάτικα και να παλεύω με το pc ενώ μπροστά μου βρίσκεται ένα μεγάλο ποτήρι με παγωμένο καφέ… Έχω ήδη βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου αν θα με βοηθήσει ή όχι. Αυτά τα διλήμματα. Όπως και το κεφαλαιώδες από χτες το μεσημέρι: Πότε να φύγω; Παρασκευή απόγευμα; απαπαπαπα. Καλή σκέψη ήταν τελικά αυτή γιατί έγινε στους δρόμους το αδιαχώρητο. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, και καλά τώρα, έχω αποκλείσει –προς το παρόν- και το Σάββατο. Ίσως την Κυριακή. Θα δούμε. Αχαχαχαχαχαχα… η ιστορία της ζωής μου τον τελευταίο καιρό. Αναχώρηση την Κυριακή. Την στιγμή ακριβώς που τα νεύρα μου δεν βρίσκουν πλέον την παραμικρή ίντσα για να τεντωθούν και μέσα σε 15 λεπτά τα έχω μαζέψει όλα και βρίσκομαι ήδη στην Αττική Οδό.

Μα γιατί ψάχνω για δικαιολογίες. Δεν τις έχω ανάγκη. Πότε κατάφερα να ξεγελάσω τον εαυτό μου για να το καταφέρω και τώρα; Αυτό το προνόμιο το αφήνω πάντα για τους άλλους. Οικειοθελώς, όμως, έτσι; Τονίζοντας το, πάντα. Μη νομίζουν ότι μας έπιασαν και κορόιδα εν αγνοία μας… Για έναν εγωισμό και μια αξιοπρέπεια ζούμε.

Το πηλίκο βέβαια δεν αλλάζει ποτέ. Η σούμα είναι πάντα στο τέλος η ίδια και παραμένουμε με ορθάνοιχτα από την απορία μάτια να ψελλίζουμε «μα το ήξερα, το ήθελα…». Σκατά ήξερες. Σκατά το ήθελες. Άλλα πράγματα ήθελες. Για άλλα ήσουν έτοιμος. Αλλά αρνείσαι να ξενερώσεις και μάλιστα το απωθείς τόσο βαθιά που όταν πλέον ξεπεταχτεί –όπως είναι αναμενόμενο- βαράς κουτουλιές στον τοίχο για τη μαλακία σου. Αλλά κι αυτή δική σου είναι. Εσύ είσαι. Και το γουστάρεις. Να εκτίθεσαι, να ρισκάρεις και να διεκδικείς. Τώρα γιατί ποτέ το καταραμένο το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό δεν το έχω καταλάβει ακόμα. Ίσως αν υπήρχε η περίπτωση να είναι το επιθυμητό να μη χρειαζόταν ούτε να εκτεθείς, ούτε να ρισκάρεις και ούτε να διεκδικήσεις. Μου ακούγεται σαν μάχη χαμένη από χέρι, γαμώτο. Ίσως τις κουτουλιές αντί για τον τοίχο να πρέπει να αρχίσω να τις ρίχνω σε όποιον με παρακινεί να ρισκάρω και να διεκδικώ. Άραγε υπάρχουν άνθρωποι που να έχουν κερδίσει έτσι; Ή απλώς βρήκαμε την καραμέλα και μετά από το ατελείωτο πιπίλισμα την πετάμε στα μούτρα του άλλου για να του «υποδείξουμε» πόσο άτολμος και δειλός είναι;

Γαμώτο προτιμώ τελικά να είμαι άτολμη και δειλή και προπαντός βυθισμένη στην άγνοια παρά ξενερωμένη…

Αναρωτιέμαι τώρα πόσους ανθρώπους να έχω καταστρέψει εγώ… Σε πόσους να έχω δώσεις τις ίδιες συμβουλές. Ρίσκαρε. Διεκδίκησε. Πόσοι να με καταριούνται; Άραγε αυτά να πληρώνω τώρα; Πόσο να έχω επιβαρύνει το κάρμα μου; Καλά, είπαμε είναι το κεφάλι μου βαρύ, δεν μπορώ να μετρήσω τώρα.

Ο καφές έχει φτάσει στη μέση αλλά το μυαλό είναι ακόμα σούπα. Το ξέρω, το γνωρίζω. Γι’ αυτό και αρνιέμαι να ξαναδιαβάσω τι και πόσες αρλούμπες έχω γράψει παραπάνω. Και αυτό το καταραμένο τζιτζίκι έξω από το δικό μου μπαλκόνι βρήκε να εγκατασταθεί; Και τι ζωηράδα είναι αυτή μεσημεριάτικα; Πάρτο λίγο πιο αργά ρε φιλαράκι. Με αποσυντονίζεις. Τώρα τα θέλω όλα χαλαρά και ράθυμα.

Τι να γίνεται τώρα άραγε στους δρόμους; Άκουσε κανένας δελτίο;

 
Το ανέβασα ως Adomiel στις 1:39 μ.μ. | Permalink | 2 Σχολίασαν
Τρίτη, Ιουλίου 25, 2006
Μια μικρή διακοπή στις διακοπές...!

Επέστρεψα λοιπόν στη βάση μου… Μόλις πριν μία ώρα μπήκα στο σπίτι, που το βρήκα απελπιστικά ήσυχο και αποφάσισα, έτσι στα ξαφνικά, να καταγράψω τις πρόσφατες εμπειρίες μου μια και τις έχω ακόμα φρέσκιες…

Τελικά δεν χρειάστηκε να πάρω τα όρη και τα καζίνο για να επαναδιαπραγματευτώ τη μοίρα μου… Η ανέλπιστη τύχη μου οφειλόταν σε άλλο κλισέ απ’ αυτό που αρχικά είχα υποψιαστεί… Χμ! τι υποψιαστεί δηλαδή που ήμουν σίγουρη τρομάρα μου! Τα φιδάκια ευνόησαν απλώς τον πρωτάρη, τον ατζαμή όπως λένε! Κι εγώ αντί να τζογάρω στα καζίνο πέταξα ξαφνικά εις τας Ευρώπας!

Κι αυτό δεν ήταν καθόλου απλό όσο ακούγεται. Χρειάστηκε να κάνω ένα ταξίδι αστραπή το Σάββατο από τα βάθη της ελληνικής επαρχία, που λέγαμε, μέχρι το Βενιζέλο για να προλάβω την αναθεματισμένη την πτήση. Γιατί αναθεματισμένη; Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος εκτός από το γεγονός ότι σιχαίνομαι τα αεροπορικά ταξίδια. Και κυρίως τα άνω των 45 λεπτών. Αλλά έκανα την καρδιά μου πέτρα –τραβάτε με κι ας κλαίω, ένα πράγμα- και επιβιβάστηκα. Δεν ήταν και τόσο άσχημα. Ίσως να βοήθησε και το γεγονός ότι είχα τα νεύρα μου και οι 3,5 ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβω ιδιαίτερα.

Αλλά μόλις έφτασα άρχισα να κάνω σαν τρελή για τσιγάρο. Κοίταζα από δω κοίταζα από κει, είχα και λίγη ώρα αφού δεν χρειαζόταν να ψάχνω για αποσκευές καθώς κουβαλούσα μόνο ένα μικρό σακ βουαγιάζ, και επιτέλους βλέπω την πολυπόθητη ταμπέλα με την επιγραφή «SMOKING AREA»… Ώπα λέω, εδώ είμαστε. Καλού κακού ανοίγω και το κινητό, ενημερώνω ότι προσγειώθηκα και ρωτάω κιόλας αν μπορώ να καπνίσω εδώ που βλέπω την ταμπέλα. Το τελευταίο που χρειαζόμουν ήταν να με συλλάβουν και να με απελάσουν με συνοπτικές διαδικασίες. ΟΚ, μου λέει μπορείς να καπνίσεις, κάπου εκεί γύρω έχει κι ένα πλαστικό κουτί. Εγώ το παίρνω τοις μετρητοίς ξεχνώντας ότι τα ελληνικά του είναι της διασποράς, και αρχίζω να ψάχνω για το πλαστικό τασάκι, ανάβοντας ταυτόχρονα και το τσιγάρο μου. Στη δεύτερη ασθμαίνουσα τζούρα πετάγεται ένα κοκκινομούρης και κακάσχημος παλιόγερος κουνώντας μου το δείκτη και ουρλιάζοντας «no smoking, no smoking”. Φανταστείτε ντροπή. Προσπαθώ να του εξηγήσω ότι η επιγραφή το λέει καθαρά ότι είναι περιοχή καπνιζόντων αλλά αυτός εκεί: να κουνάει το δάχτυλο και να ουρλιάζει. Ευτυχώς με πλησιάζει μια κοπελιά και μου δείχνει πια ακριβώς είναι η «SMOKING AREA». Και τι ήταν; Ένα πλαστικό κουτί, όχι μεγαλύτερο από 2 επί τρία. Αφού ξεπερνάω το πρώτο σοκ πλησιάζω και μπαίνοντας μέσα έρχομαι αντιμέτωπη με ένα παχύ νέφος καπνού, που προσπαθούν ασθμαίνοντας να το διαλύσουν τα μηχανήματα εξαερισμού και 7-8 ακόμα χαρμάνια, μεταξύ των οποίων ένας Ασιάτης, που τραβάει τις τζούρες λες κι είναι οι τελευταίες του και 2-3 Ινδο-πακιστανούς – δεν το διευκρίνισα. Αφού τραβάω μία τζούρα ακόμα για να κατευνάσω τα νεύρα μου ξανατηλεφωνώ και αρχίζω κάτι ελαφριά μπινελίκια για να ξεπλύνω και την ντροπή μου. Από τη γωνία κάποιος γέλαγε μαζί μου, αδιάκριτα εντελώς. Πιθανότατα ήταν Έλληνας αλλά ούτε κι αυτό το διευκρίνισα. Το τσιγάρο τελικά δεν το έκανα ολόκληρο. Το μπινελίκι μπορεί να το έριξα αλλά δεν είναι σωστό και να μας περιμένουν, είναι;

Αυτή ήταν και η πρώτη μου γκάφα όσον αφορά το διήμερο μου εις την αλλοδαπή. Κάποια στιγμή θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα, όπως η τρομάρα που πήρα δυο τρεις φορές με κάτι απότομες στροφές στο δρόμο που μας έβγαλαν στο «αντίθετο» ρεύμα κυκλοφορίας, η αμηχανία μου για τις 7-8 φορές που με ρώτησαν χαμογελώντας, καθώς ετοιμαζόμουν να μπω στο αυτοκίνητο αν έχω σκοπό να «οδηγήσω», την έκπληξη μου όταν ζήτησα στο Hilton freddo cappuccino και έμαθα ότι κι αυτό είναι μία ακόμη ελληνική πατέντα…!

Όσο για το πώς πέρασα το μόνο που μπορώ να πω είναι …ανέλπιστα καταπληκτικά! Δεν είναι δόκιμος ο όρος; Σκασίλα μου! Εδώ είναι το blog μου και είναι δόκιμο αυτό ακριβώς που νιώθω. Ειδικά μετά τις προηγούμενες λαχτάρες μου…!

Κι από αύριο δουλειά. Και δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι θα συναντήσω. Αλλά αυτό ελάχιστα μπορεί να μου χαλάσει το κέφι. Προβλέπεται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εβδομάδα, αφού επιτέλους θα δώσω κάποιες ρημαδιασμένες εξετάσεις που έπρεπε να είχα δώσει εδώ και 5-6 χρόνια αλλά ας όψεται το πείσμα μου και επίσης η Παρασκευή εκτός από τελευταία εργάσιμη μέρα της εβδομάδας είναι και η αρχή του δεύτερου κύκλου των διακοπών μου, που ελπίζω να είναι το ίδιο αν όχι και περισσότερο περιπετειώδης και …ανέλπιστα καταπληκτικός, όσο και ο πρώτος!

 
Το ανέβασα ως Adomiel στις 1:24 π.μ. | Permalink | 2 Σχολίασαν
Τετάρτη, Ιουλίου 19, 2006
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον…


Πως τα φέρνει καμιά φορά η ζωή - αυτή η ίδια η ζωή που κάνει κύκλους. Και να ‘μαι εγώ εδώ, για μία ακόμη φορά, να μιλάω με κλισέ και για κλισέ και να αντιλαμβάνομαι τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης! Που είναι και καλή και κακή, και όμορφη κι άσχημη, και αληθινή και ψεύτικη…

Για μία ακόμη φορά λοιπόν αλλού θα έπρεπε να είμαι κι άλλού είμαι… αλλά δε θα συγχυστώ γιατί στο τέλος - τέλος δε μου βγαίνει πάντα σε καλό; Καταλήγω μ’ ένα μαγικό τρόπο στο σωστό τόπο και πάντα στο σωστό χρόνο…

Όχι ότι δεν είχα στενοχωρηθεί βέβαια στην αρχή. Καλό το επίπεδο αλλά και η αλήθεια – αλήθεια… Αυτό όμως δεν μπορεί να αναιρέσει την κατάληξη.

Όταν περνάει το πρώτο –ας το πούμε- σοκ αρχίζεις και το φιλοσοφείς… τα βάζεις όλα κάτω, ένα – ένα, και αρχίζεις να σκέφτεσαι πότε άρχισε να στραβώνει το κλήμα… Ε, από κει και μετά δεν είναι δύσκολο να φτάσεις και στο πότε ξεκίνησε να το μασουλάει ο γάιδαρος…

Για λίγο μπορεί να κατηγορείς τον εαυτό σου που ήσουν τυφλός, κουφός μέχρι και χαζός… «μα πως μπόρεσα να καταπιώ αμάσητες τόσες αρλούμπες;»… το αποτέλεσμα όμως δεν αλλάζει… τις κατάπιες. Από κει και πέρα είναι πλέον στο χέρι σου και στο μυαλό σου πως θα το διαχειριστείς… Θα σε πάρει από κάτω ή θα το διασκεδάσεις;

Εγώ αποφάσισα να το διασκεδάσω… και μου βγήκε σε καλό…!

Βρίσκομαι σε ολιγοήμερες διακοπές στα βάθη της ελληνικής επαρχίας. Ανάμεσα σε ανθρώπους που μ’ αγαπούν και τους αγαπώ…

Δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνει κάποιος εδώ, εκτός από το να κατεβαίνει στην παραλία, να απολαμβάνει το νυχτερινό ουρανό και να διώχνει τις μύγες…

Μια ωραία νύχτα λοιπόν, όταν έχουμε μετρήσει όλες τις υπόλοιπες επιλογές μας και τις έχουμε απορρίψει αφού περιλαμβάνουν καλλωπισμό, οδήγηση 10 χλμ μέχρι την πόλη και άραγμα σε κάποιο μπαράκι της κακιάς ώρας αποφασίσαμε με τον ξάδελφο, που για τους ίδιους «σκοτεινούς» λόγους με μένα αποφάσισε να περάσει τις διακοπές του στο χωριό, να «χαζέψουμε» στο ίντερνετ. Γιατί ναι μεν αφήσαμε για άλλη ώρα, και καλά, τις κοσμοπολίτικες διακοπές αλλά χωρίς το laptop δεν κάνουμε βήμα. Όσο για τη σύνδεση, που ‘ναι τα ζα μου αργά, το προσπερνάμε. Χαλαροί ρυθμοί για τις διακοπές, χαλαροί οι ρυθμοί και για το ίντερνετ. Τώρα βέβαια το γεγονός ότι το laptop που μου έτυχε εμένα εκτός από τους προαναφερθέντες χαλαρούς ρυθμούς παθαίνει και κάτι βαρβάτες υπερθερμάνσεις ήταν ένα μικρό πρόβλημα. Αλλά κι αυτό το πρόβλημα το έλυσε το ξαδερφάκι μου. Βάλαμε από κάτω ένα ταψί για να λειτουργήσει ως ψύκτης. Και ω ναι λειτουργεί. Αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου δε θα το πίστευα.

Μετά από καμιά ώρα άσκοπης εξερεύνησης ρίχνει την εξής ιδέα: μπαίνουμε σ’ ένα online καζίνο που έχω λογαριασμό; Εγώ για να πω και την αλήθεια δεν τους έχω και πολύ εμπιστοσύνη αλλά συμφώνησα. Εξάλλου τα δικά μου λεφτά θα παίζαμε;

Ξεκινάμε λοιπόν με 100 ευρώ και πονταρίσματα 1-2 ευρώ. Σε φρουτάκια έτσι; Ο ξάδερφος βάραγε το ποντίκι κι εγώ παρακολουθούσα τις «γραμμές». Μου είχε εξηγήσει και τι περιμέναμε – κάτι χανούμισσες, κάτι καμήλες, κάτι οάσεις και διάφορα τέτοια εξωτικά. Μετά από λίγη ωρίτσα όπως είναι φυσικό τα 100 ευρώ έγιναν 2. Ε, εκεί αποφάσισα να μπω κι εγώ στο παιχνίδι. Έστω για να πάρω μια γεύση τζόγου μια και δεν έβλεπα να συνεχίζαμε για πολύ ακόμη.

Βαράω λοιπόν το ποντίκι και να το πρώτο free spins –το γράφω όπως μου το είπε, εντάξει; – το οποίο εντός ολίγων δευτερολέπτων επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται. Αποτέλεσμα: Μέσα σε 1-2 λεπτά τα 2 ευρώ έγιναν 80… Ο ξάδερφος άρχισε να αλλαλάζει ως Ινδιάνος και μένα άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Λόγω των γνωστών ρητών, κακό χρόνο να ‘χουν.

Αμέσως σταματώ να παίζω. Δεν ήμουν πλέον σίγουρη αν ήθελα να κερδίσω ή όχι. Ήθελα να το σκεφτώ. Να το αποφασίσω μόνη μου. Θέλω να μάθω την αλήθεια ή όχι; –λες και ήταν στο χέρι μου πια, αχαχαχαχαχα…!

Κάπου εκεί ήταν που οι σκέψεις μου έφτασαν στο γάιδαρο. Ε, και είπα τουλάχιστον να μην είναι τσάμπα κέρατο –λέμε τώρα- ας βγάλουμε και κάτι.

Μέχρι να πάρω την απόφαση, όμως, το ξαδερφάκι, που πιθανόν δεν αντιμετωπίζει τα δικά μου ιδιάζοντα προβλήματα, τα είχε χάσει σχεδόν όλα. Πανί με πανί αλλά κυρίως με το κεφάλι ήσυχο και προπαντός αστόλιστο.

Αποφασίζω λοιπόν να ρισκάρω μια τελευταία ριξιά. Με το τελευταίο 1 ευρώ. Έτσι για το γαμώτο. Μήπως και περισώσουμε τίποτα από τη χαμένη μας τιμή. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα;

Πέντε ολόχρυσα φίδια. Και πέντε και ολόχρυσα και φίδια. Κόμπρες βασιλικές. Οι οποίες, κατά τον ξάδελφο πάντα, βγαίνουν κάθε πέντε χρόνια. 10.000 φορές το στοίχημα μας επί 1 ευρώ ίσον 10.000 ευρώ. 50-50. Αυτός να ξαναλλαλάζει από την χαρά του κι εγώ να τρώω σίδερα. Τώρα τι ήμουν; Τυχερή; Άτυχη;

Πάντως χαζή δεν ήμουν πλέον. Εξάλλου ποιον πλούσιο ακούσατε ποτέ να τον αποκαλούν χαζό;

Η εμπειρία αυτή μου άφησε ένα δίδαγμα: «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον».

Καταραμένα κλισέ…



UPDATE 5.52 μ.μ.

Έχουν περάσει πλέον περισσότερες από 12 ώρες από την «ηρωική»εκείνη στιγμή κι εμείς ακόμα το γλεντάμε… Αν και υπάρχει πια μία μικρή διάρρηξη στις εξαιρετικές μας σχέσεις. Εκτός κι αν ο ξάδελφος είναι κυκλοθυμικός που δεν το πολυπιστεύω. Εκεί που σιγοτραγουδάει και έχει ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά, ξαφνικά αναστενάζει… Βαριά… Μια δυο δεν αντέχω και τον ρωτάω… Και τι μου απαντά; «Αφού ήμουν σίγουρος γαμώτο γιατί δεν ποντάριζα πάνω σου περισσότερα;» Τώρα βέβαια πάνω σε τι θα ποντάριζε είναι πλέον κατανοητό και στον πιο αδαή… Με πλήγωσε είναι η αλήθεια…! Τελικά δεν είναι να κάνεις δουλειές με συγγενείς. Το μόνο που τους νοιάζει είναι να σε εκμεταλλευτούν και να βγάλουν ακόμα κι από τον πόνο σου…!

Γαμώτο κι άλλο κλισέ….!

 
Το ανέβασα ως Adomiel στις 3:32 μ.μ. | Permalink | 5 Σχολίασαν
Layout design by Pannasmontata